- αθετώ
- (ε) μετ. нарушать (обещание, слово)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθετώ — αθετώ, αθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αθετώ — ( έω) (Α ἀθετῶ) θέτω κατά μέρος, παραμελώ, αγνοώ, παραβιάζω (συμφωνία, υπόσχεση ή όρκο) αρχ. 1. απορρίπτω, ακυρώνω, αρνούμαι κάτι 2. διαφωνώ 3. αδιαφορώ, περιφρονώ 4. επαναστατώ 5. γραμμ. απορρίπτω λέξη, χωρίο ή γραμματικό τύπο ως νόθο, οβελίζω.… … Dictionary of Greek
αθετώ — αθέτησα, αθετήθηκα, αθετημένος 1. παραβαίνω, καταπατώ υπόσχεση ή συμφωνία: Ένιωθε πολύ άσχημα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που θα αθετούσε την υπόσχεσή του. 2. χαραχτηρίζω κάποιο κείμενο (ολόκληρο ή μέρος του) ως νόθο: Πολλοί φιλόλογοι αθετούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθετῶ — ἀθετέω set at naught pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀθετέω set at naught pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] … Dictionary of Greek
αθέτημα — το (Α ἀθέτημα) [ἀθετῶ] παραβίαση, παράβαση νόμου … Dictionary of Greek
αθέτηση — η (Α ἀθέτησις) ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας αρχ. 1. παραμέληση, κατάργηση 2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ. ΠΑΡ. αθετήσιμος] … Dictionary of Greek
αθετήσιμος — η, ο (Α ἀθετήσιμος, ον) [ἀθετῶ] αυτός που είναι δυνατόν να αθετηθεί … Dictionary of Greek
αθετητής — ἀθετητής, ο (Α) [ἀθετῶ] παραβάτης … Dictionary of Greek
ακυρώνω — (Α ἀκυρῶ, όω) κάνω κάτι άκυρο, καταργώ, ανακαλώ αρχ. 1. θέτω κάτι σε αχρηστία, αθετώ 2. κάνω κάτι ανίσχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άκυρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκύρωσις, νεοελλ. ακυρώσιμος, ακυρωτικός] … Dictionary of Greek